Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

Το ημερολόγιο του Μπράιαν: 1η καταχώρηση

Είχα μόλις γυρίσει το μεσημέρι από τη δουλειά, ράκος από την κούραση, όταν άκουσα ένα ανεπαίσθητο χτύπημα στην εξώπορτα του σπιτιού. Αρχικά δεν έδωσα σημασία, όμως το χτύπημα επαναλήφθηκε. Βαριεστημένος, σηκώθηκα να ανοίξω, για να διαπιστώσω πως κάποιος είχε ρίξει κάτω από την πόρτα έναν παλιό μπέζ φάκελο, χωρίς τίποτα γραμμένο επάνω του. Πετάχτηκα στο διάδρομο, αλλά δεν είδα κανέναν, αν και ήμουν σίγουρος για το «δράστη». Ο καλόγερος με είχε αιφνιδιάσει, γιατί όχι μόνο δε μου έστειλε το κείμενο σε e-mail, όπως είχαμε συμφωνήσει, αλλά είχε μάθει και τη διεύθυνσή μου. Δύο εκδοχές υπάρχουν, ή γνωρίζει πως λειτουργούν «αυτοί» και παίρνει τα μέτρα του, ή έχει αρχίσει να παρανοεί...

Το κακό με τον τρόπο που σκέφτηκε είναι οτι θα χρειαστεί να δακτυλογραφήσω ο ίδιος το κείμενο, αν και στην προκειμένη περίπτωση μάλλον δε θα κουραστώ ιδιαίτερα. Η πρώτη καταχώρηση του ημερολογίου είναι μόλις δύο σελίδες. Παρόλο που μου λείπουν αρκετές ώρες ύπνου και αν συνεχίσω έτσι θα καταντήσω να κοιμάμαι σε λεωφορεία και βαγόνια μετρό, αποφασίζω να ενδώσω στην παρόρμηση... Κάθομαι λοιπόν στον υπολογιστή, εφοδιασμένος με μια αχνιστή κούπα καφέ, και ξεκινάω: [σημ. τα σχόλια μέσα σε αγκύλες είναι δικά μου, ενώ τα υπόλοιπα ανήκουν στο πρωτότυπο]


Το ημερολόγιο αυτό γράφτηκε από τον ταπεινό και ευσεβή δούλο του Γιαχβέ, το Μπράιαν με τ' όνομα, για να πληροφορήσει και να διδάξει τις μελλοντικές γενεές. Δοξασμένο το όνομα του Γιαχβέ, εις τους αιώνας των αιώνων, αμήν!


14 Δεκεμβρίου του 27 [η ημερομηνία προφανώς είναι προσαρμοσμένη από το μεταφραστή στα σύγχρονα δεδομένα]


Σήμερα γιορτάζω τα εικοστά έβδομα γενέθλιά μου. Τι ζωή κι αυτή! Αν και κοντεύω να φτάσω τα χρόνια που έζησε ο πατέρας μου, ο Πάνθηρας, δεν αισθάνομαι καθόλου γέρος. Το αντίθετο μάιστα, νιώθω σα να 'μουνα νιός 12 χρονών! Σήμερα σχεδιάσαμε με τα φιλαράκια να το γλεντήσουμε στο καπηλειό. Είπαμε στην πόρνη τη Μαγδαληνή να 'ρθει να μας διασκεδάσει, της παραγγείλαμε μάλιστα να φέρει και τις φίλες τις, φίνα γκομενάκια όλες τους, να περάσουμε καλά. Έλα μου ντε, που μας βγήκε ξινό! Εκεί που καθόμασταν αραχτοί και πίναμε το κρασάκι μας, βυθισμένοι μέσα στα γλυκά ονείρατα, να 'σου σκάει μύτη η Μαγδαληνή, ντυμένη με το πιο σέξυ πέπλο που είχα δει ποτέ μου. Ο κολλητός μου ο Σίμωνας όρμηξε καταπάνω της, μα αυτή τον σταμάτησε και κλείνοντάς του το μάτι, ψιθύρισε: «κάτσε να δεις και ποιους φέρνω μαζί μου»...


Και τότε άνοιξε με σαματά τις θύρες του καπηλειού, που σημειωτέον ανήκει στον αδερφό μου το Θωμά, και μπουκάρει με θόρυβο... ποιος; Ο Ματθαίος ο εφοριακός, με συνοδεία δέκα Ρωμαίων λεγεωνάριων! Η Μαγδαληνή πάτησε μια στριγγλιά: «αυτοί είναι, συλλάβετέ τους!». Πριν προλάβουμε να καταλάβουμε τι έπαιζε, μας είχαν ήδη μπαγλαρώσει και μας οδηγούσαν στο μπουντρούμι. Παλιοπουτάνα! Επειδή δηλαδή της χρωστούσα ολίγα χάλκινα κι ο Θωμάς είχε κάτι διπλά βιβλία για το μαγαζί (πως αλλιώς να ζήσει ο δόλιος, αφού η εφορία μας πίνει το αίμα η ρουφιάνα), έπρεπε να μας τη φορέσει πισώπλατα; Αλλά θα δει αυτή, θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός που λένε και στο χωριό μου, τη Ναζαρέτ...


Είπα Ναζαρέτ και θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία. Η μάνα μου η Μύριαμ πάντα μου έλεγε: «Εσύ παιδί μου μια μέρα θα γίνεις μεγάλος. Πολύ μεγάλος. Μεγαλύτερος κι από τους λόφους της Ιερουσαλήμ» (μην παρεξηγάτε τη μανούλα μου που είναι λίγο αγράμματη, δεν ξέρει η κακομοίρα οτι το ψηλότερο βουνό στον κόσμο είναι το Σινά)! «Όταν γεννήθηκες παιδί μου ήρθαν τρεις κύριοι και μας φέρανε δώρα, είναι σίγουρα σημαδιακό αυτό». Μου μίλαγε συνέχεια η μάνα για τη γέννησή μου και μια που πήρα φόρα, θα σας την περιγράψω. Έτσι κι αλλιώς δεν έχω τίποτις καλύτερο να κάνω εδώ στο υγρό και βρωμερό κελί. Αλήθεια, αυτός ο γέρος δίπλα μου ψόφησε, ή απλά βρωμάει σα σάπιο γουρούνι; Γιαχβέ μου σχώρα με. Επί του θέματος να 'ούμε λοιπόν, δηλαδή τη γέννηση της αφεντιάς μου.


Καταρχάς, δε γεννήθηκα σε πόλη, αλλά στο χωριό Βηθλεέμ. Απορείτε βέβαια πως ένας σπουδαίος άντρας σαν και του λόγου μου έκανε πρεμιέρα εκεί [μάλλον μεταφραστική υπερβολή αυτό], αλλά σας διαβεβαιώ οτι η Βηθλεέμ είναι κάτι σα μικρή Ιερουσαλήμ που λένε. Μη σας πω και σα μικρή Ρώμη και σας κουφάνω τελείως! Ο ευσεβέστατος πατέρας μου, ο Πάνθηρας, έκανε τότε το θεάρεστο επάγγελμα του μισθοφόρου. Ξέρετε τώρα, αυτό που σε πληρώνουνε για να σφάζεις αβέρτα! Πληρώνει καλά πάντως, σας το συστήνω. Εκείνη την περίοδο όμως, είχε αναδουλειά, γιατί επικρατούσε πολλή ησυχία και ηρεμία και ο μπαμπάς βρέθηκε άνεργος. Η μάνα όμως ήτανε γκαστρωμένη σε μας και ετοιμόγεννη, οπότε το μόνο μέρος που ο πατέρας μου είχε χάλκινα να πληρώσει ήταν ένας στάβλος. Παρακμή ε; Κι όμως, εκτός από μας, η γυναίκα ενός ξυλουργού σταμάτησε να γεννήσει το μωρό της εκεί, ήτανε βλέπετε στάβλος με όλα τα κονφόρ. Μας ζέσταιναν τα ζωντανά με τα χνώτα τους, να μη μιλήσω και για τις κλανιές των μουσκαριών! Είχε θέρμανση ο στάβλος παιδάκι μου... Πολιτισμός, πώς το λένε;


Η μάνα είχε μόλις γεννήσει εμένα και περιμέναμε το δίδυμο αδερφό μου το Θωμά, να βγει κι αυτός, όταν τρεις μυστήριοι ηλικιωμένοι τύποι πλησιάσανε. Τα ρούχα τους φανέρωναν πλούσια καταγωγή και το έμπειρο μάτι του πατέρα κατάλαβε οτι είχε ψωμί η δουλειά. Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι κάτω από την προβιά, όπου έκρυβε το μαχαίρι του... Δε χρειάστηκε όμως να τους ληστέψει. Οι βλάκες τα έδωκαν από μόνοι τους. Είπανε κάτι ακαταλαβίστικα για μεσσίες και κουραφέξαλα, μετά προσκυνήσανε τη μαμά, σα να 'τανε αληθινή βασίλισσα, και της αφήκανε στα πόδια το πολύτιμο φορτίο τους. Ο ένας χρυσάφι, ο άλλος σμύρνα κι ο τελευταίος (μάλλον ο φτωχός συγγενής) λιβάνι. Περιττό να σας πω οτι ο μόρτης ο Πάνθηρας τα σκότωσε αμέσως στη μαύρη. Μόνο το λιβάνι κράτησε σαν αναμνηστικό, γιατί δεν έπιανε τίποτα. Τι βρωμερό και άχρηστο πράμα! Εύχομαι μια μέρα να βρεθούνε τίποτα ηλίθιοι που να το καίνε σε ναούς ή κάτι παρόμοιο, ώστε να το σκοτώσουμε κι αυτό...


Επιστροφή στην πραγματικότητα, στο μπουντρούμι όπου κάθομαι με τα φιλαράκια. Ντροπής πράματα να μας κρατάνε φυλακισμένους για λίγα ψωρο-χάλκινα. Γνώρισα πάντως ένα τζιμάνι, το Βαραββά, που λέει οτι θα μας αφήσουνε σύντομα. Τις έχει μάθει τις διαδικασίες απ' όξω κι ανακατωτά, γιατί είναι λίγο άταχτος και τον μπουζουριάζουνε συχνά. Είναι λίγο σκατόφατσα βέβαια, Γιαχβέ μου σχώρα με που βλαστημάω, αλλά κανείς δεν είναι άσφαλτος... Ληστής είναι εξάλλου ο άνθρωπος, αν ήτανε ηθοποιός δε θα 'βρισκε θίασο να παίξει με τέτοια μούτρα! Τέλωσπάντων, αυτά και με το Βαραββά, που κάτι μου λέει οτι θα συνεργαστούμε στο μέλλον. Έχω διαίσθηση ο ρουφιάνος, πως να το κάνουμε, αφού είμαι Σαββατογεννημένος (κι ο Θωμάς βέβαια, αλλά αυτός δε μετράει γιατί εγώ είμαι ο πρωτότοκος)!

Μετράω τις ώρες για να βγω κοιτάζοντας το ταβάνι. Είναι γεμάτο βρύα και στάζουν σταγόνες από την υγρασία... Η μυρουδιά της μούχλας ανακατώνεται με τη μπίχλα των κρατουμένων και φτιάχνουν ένα σιχαμένο χαρμάνι. Αυτός ο γέρος μάλλον πέθανε, γιατί δεν τονε βλέπω να σαλέυει καθόλου. Γιαχβέ σχωρέστον! Δε φωνάζω όμως τους φρουρούς, αφού θα μας ζαλίσουνε τα ούμπαλα με τις ερωτήσεις τους. Απλά του δίνω μια σπρωξιά, να φύγει κάπως η βρώμα προς την άλλη πλευρά του στενού κελλιού... Μμμ, ακούω βήματα. Ο Ρωμαίος φρουρός είναι. Κρύβω τις σημειώσεις μου βιαστικά και κάνω τον Ασσύριο [Κινέζο, σε ελεύθερη μετάφραση].


Στο τέλος του κειμένου ο μυστηριώδης μεταφραστής έχει κολλήσει ένα σημείωμα, όπου αναφέρει τα εξής: «Το χειρόγραφο αποτελεί μάλλον αντίγραφο του αυθεντικού και χρονολογείται στον 2ο αιώνα μ.Χ.». Μάλιστα! Το δημοσιεύω λοιπόν και θα δούμε πως θα πάει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: